κορτιζόνη

κορτιζόνη
Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1936 από επινεφρίδια ζώων (Κένταλ στις ΗΠΑ, Ραϊχστάιν και Βιντερστάινερ στην Ελβετία) και παρασκευάστηκε συνθετικά το 1949, οπότε άρχισε και η εμπορική διάθεσή της. Η κύρια φυσιολογική δράση της κ. αφορά τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών· συγκεκριμένα, αυξάνει την απελευθέρωση γλυκόζης από το συκώτι, μειώνει τη χρησιμοποίησή της από τους περιφερειακούς ιστούς και διεγείρει τη γλυκονεογένεση. Οι δράσεις της αυτές, που αντιτίθενται στη δράση της ινσουλίνης, τείνουν να αυξήσουν τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα, δημιουργώντας μία κατάσταση που είναι γνωστή ως στεροειδής διαβήτης. Επιπλέον, μεγάλες δόσεις κ. αυξάνουν την αποικοδόμηση των πρωτεϊνών και μειώνουν τη μυϊκή μάζα, ενώ στα παιδιά μπορεί να οδηγήσουν σε παρεμπόδιση της ανάπτυξής τους. Η κ. επιδρά, επίσης, στην κατακράτηση αλάτων στους νεφρούς, μιμούμενη τη δράση της αλδοστερόνης, αν και με μικρότερη ενεργότητα, και έχει βοηθητικό ρόλο στην αγγειοσυσταλτική δράση της νοραδρεναλίνης. Περιορίζει, τέλος, τον αριθμό των λεμφοκυττάρων (καθώς και την παραγωγή κυτταροκινών από αυτά) και των ηωσινοφίλων, ενώ αυξάνει τον αριθμό των ερυθροκυττάρων. Η κ. είναι απαραίτητη στον οργανισμό, βοηθώντας τον να ανταποκριθεί σε συνθήκες στρες· η αδυναμία των επινεφριδίων να συνθέσουν κ. (νόσος του Άντισον) ή η χειρουργική αφαίρεσή τους είναι θανατηφόρα, εκτός εάν η κ. χορηγείται εξωγενώς. Η κύρια ιατρική χρήση της κ. οφείλεται στην αντι-φλεγμονώδη και αντι-αλλεργική δράση της. Είναι εξαιρετικά χρήσιμη στη θεραπεία πολλών ασθενειών, όπως είναι το άσθμα ή άλλες αλλεργικές αντιδράσεις, η αρθρίτιδα και διάφορες δερματικές παθήσεις. Όταν όμως χορηγείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσει βλαβερές παρενέργειες, όπως παχυσαρκία, διαβήτη, υπέρταση, υπερτρίχωση, έλκος του στομάχου και πνευματικές διαταραχές. Για να ελαττωθούν οι βλαβερές επιδράσεις και για να ενισχυθεί η χρήσιμη θεραπευτική δραστηριότητα της κ., έχουν κατασκευαστεί πολυάριθμα συνθετικά παράγωγά της, που έχουν αντικαταστήσει, σχεδόν τελείως, τη χρήση της κ. και της υδροκορτιζόνης. Αυτά τα προϊόντα μπορεί να θεωρηθούν ότι προέρχονται από την κ. και την υδροκορτιζόνη με την προσθήκη, την αφαίρεση ή την αντικατάσταση ατόμων υδρογόνου, από άτομα αλογόνων ή αλκυλικές ομάδες. Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται γι’ αυτές τις συνθέσεις μπορεί να είναι η χοληστερίνη, η στιγμαστερόλη και η δεοσγενίνη. Η κ. συντίθεται στον οργανισμό σε μικρότερες ποσότητες σε σχέση με την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη και μάλιστα έχει μικρότερη βιολογική ενεργότητα από την κορτιζόλη, από την οποία διαφέρει μόνο σε μία χημική ομάδα (υδροξυλομάδα στην κορτιζόλη και κετονομάδα στην κ.)· ωστόσο, έχει επικρατήσει ο όρος κ., αναφερόμενος συχνά στο σύνολο των γλυκοκορτικοστεροειδών, καθώς και στα συνθετικά παράγωγά τους. Η κορτιζόνη, μαζί με την υδροκορτιζόνη (κορτιζόλη), είναι στεροειδείς ορμόνες που παράγονται από τον φλοιό των επινεφριδίων και χρησιμοποιούνται πολύ στη θεραπευτική? στη φωτογραφία, υδροκορτιζόνη κρυσταλλοποιημένη με αλκοόλη, όπως φαίνεται σε πολωτικό μικροσκόπιο.
* * *
η
1. ορμόνη τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων με έντονη αντιφλεγμονώδη δράση
2. (φαρμ.) ονομασία τής συνθετικώς παρασκευασμένης αυτής ορμόνης που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortisone από σύντμηση τού corticosterone «κορτικοστερόνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορτιζόνη — η ορμόνη με αντιφλεγμονώδεις και μεταβολικές ιδιότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορτιζονούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει κορτιζόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορτιζόνη + ούχος (< έχω), πρβλ. ζαχαρ ούχος, πηδαλι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • υδροκορτιζόνη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση τής ομάδας τών στεροειδών, η οποία αποτελεί την κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση τών μεταβολικών διεργασιών ή παρασκευάζεται συνθετικά, χρησιμοποιούμενη ως… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Γούντγουορντ, Ρόμπερτ — (Robert Woodward, Βοστόνη 1917 – 1979). Αμερικανός χημικός. Διπλωματούχος του τεχνολογικού ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, όπου μπήκε σε ηλικία 16 ετών, δίδαξε στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • εργοστερόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των στεροειδών. Απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον μύκητα Claviceps purpurea. Βρίσκεται και σε άλλους μύκητες, ιδίως ζύμες, απ’ όπου και παρασκευάζεται. Η ένωση αυτή έχει ιδιαίτερο βιομηχανικό ενδιαφέρον,… …   Dictionary of Greek

  • Κένταλ, Έντουαρντ Κάλβιν — (EdwardCalvinKendall, Κονέκτικατ 1886 – Πρίνστον 1972). Αμερικανός βιοχημικός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με μελέτες στον τομέα της ενδοκρινολογίας. Κατόρθωσε να απομονώσει τη θυροξίνη (1914) και στη συνέχεια, με τη συνεργασία του Χεντς, την κορτιζόνη… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”